απραξία

απραξία
Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της α. είναι η αμηχανία του ασθενούς, ο οποίος, ενώ γνωρίζει ακριβώς με ποιον τρόπο θα κάνει κάτι, είναι ανίκανος να ενεργήσει σωστά. Διακρίνονται δύο κύριες μορφές: η ιδεοκινητική α., κατά την οποία διαταράσσεται η εκτέλεση των στοιχειωδών κινήσεων, χωρίς να γίνεται χρήση αντικειμένων, και η ψυχογενής α., που είναι η ανικανότητα σωστής χρησιμοποίησης των συνηθισμένων αντικειμένων. Στην πρώτη περίπτωση η βλάβη εντοπίζεται στην υπερχείλια έλικα του αριστερού (στους δεξιόχειρες) ή δεξιού (στους αριστερόχειρες) βρεγματικού λοβού, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η βλάβη είναι διάχυτη στον εγκέφαλο. Οι βλάβες αυτές μπορεί να προέρχονται από όγκους στον εγκέφαλο, μαλάκυνση διαφόρων τμημάτων του, εξαιτίας διαταραχής του μεταβολισμού, αρτηριοσκλήρυνση κ.ά.
* * *
η (AM ἀπραξία)
1. έλλειψη δράσης, αδράνεια
2. έλλειψη εμπειρίας, αδεξιότητα, ανικανότητα
αρχ.-μσν.
αποτυχία, αστοχία
αρχ.
(για δικαστήρια) διακοπές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπραξία — ἀπραξίᾱ , ἀπραξία non action fem nom/voc/acc dual ἀπραξίᾱ , ἀπραξία non action fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξίᾳ — ἀπραξίαι , ἀπραξία non action fem nom/voc pl ἀπραξίᾱͅ , ἀπραξία non action fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απραξία — η αργία, αδράνεια, έλλειψη εμπορικής κίνησης: Μεγάλη απραξία στην αγορά τις μέρες αυτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπραξίας — ἀπραξίᾱς , ἀπραξία non action fem acc pl ἀπραξίᾱς , ἀπραξία non action fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξίαι — ἀπραξία non action fem nom/voc pl ἀπραξίᾱͅ , ἀπραξία non action fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξίαν — ἀπραξίᾱν , ἀπραξία non action fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξιῶν — ἀπραξία non action fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραξίαις — ἀπραξία non action fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλμα — η 1. (για τη θάλασσα) ηρεμία, γαλήνη 2. ψυχική ηρεμία, αταραξία 3. καταπράυνση, κατευνασμός 4. η απραξία στις αγοραπωλησίες 5. μετάπτωση σε ηρεμότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. calma < ελλ. καῦμα «μεγάλη ζέστη που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”